- χιονοστεφής
- -ές, Ν(για όρος) αυτός που έχει κορυφή καλυμμένη με χιόνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + -στεφής (< στέφω), πρβλ. δαφνο-στεφής, ηλιο-στεφής. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκ. Δ. Βυζάντιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.